-
1 λαοφόρος
A bearing people, λαοφόρον καθ' ὁδόν on a highway, thoroughfare, Il.15.682;λαοφόρου ἐπέβησαν.. κελεύθου Theoc.25.155
; ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων (v.l. λαοφ-) πυλέων over the gates of greatest thoroughfare, Hdt.1.187.2 Subst., λ. (sc. ὁδός), ἡ, highway,τὰς λεωφόρους μὴ βαδίζειν Pythag.
ap. Porph.VP42, Ael.VH4.17, cf. Iamb.Protr. 21.δ, D.L.8.17;λεωφόρους πρὸς ἐκτροπάς E.Rh. 881
( λαοφ- codd.; λεωφόρου from the highway, cj. Vater);τῶν ἐκ τῆς χώρας λ. εἰς τὴν πόλιν.. τεταμένων Pl.Lg. 763c
, cf. Ph.1.16, Paus.9.2.2, Jul.Or.6.184d, 7.225c, and v. λεώβατος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοφόρος
См. также в других словарях:
λεωφόρος — (I) η πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος… … Dictionary of Greek